ΙΣΤΟΡΙΑ

Έννοια και εξέλιξη της γυμναστικής

Έννοια και εξέλιξη της γυμναστικής Παναγιώτης Κουρσάρης 29.01.2014

Αν και για τον πολύ κόσμο, ο όρος «Γυμναστική» έχει την ίδια έννοια με τον όρο «Φυσική Αγωγή», που είναι σε χρήση επίσημα από 1974, αλλά και με τον όρο «Σωματική Αγωγή» που χρησιμοποιούνταν ακόμη παλαιότερα, έχουν διατυπωθεί ορισμοί από διακεκριμένους ειδικούς στον τομέα, που κατατείνουν στο ότι:  Γυμναστική είναι σύστημα φυσικών ασκήσεων ειδικά επιλεγμένων και μεθόδων που εφαρμόζονται αναλυτικά και συνθετικά, για να επηρεάσουν επιλεκτικά και καθολικά τον ανθρώπινο οργανισμό σαν ενιαίο σύνολο, σχετικά με την υγεία, την αισθητική, και την απόδοση. Η γυμναστική είναι μόνο ένα, αλλά το πιο σημαντικό συστατικό της φυσικής αγωγής.

Ήδη από τον 4ο π.Χ αιώνα, στην Αίγυπτο, Κίνα και Ινδία η συνειδητή κίνηση προδιαγράφει την γέννηση της γυμναστικής τέχνης (Knebel 1985). Μιας τέχνης, που στην Ελληνική αρχαιότητα είχε σαν στόχο να προετοιμάσει τον αθλητή για τον αγώνα, αλλά και να επιτύχει μια πληρέστερη ψυχοσωματική τελειοποίηση, την γενικότερη προαγωγή του ατόμου. Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι ο γυμναστής πρέπει να κατέχει θεωρητικά τις ασκήσεις, να μπορεί να τις εκτελεί και να γνωρίζει τα αποτελέσματά τους.

Ο Ιπποκράτης αναφέρθηκε στον υγιεινό σκοπό της Γυμναστικής καθορίζοντας επακριβώς τα όρια Γυμναστικής και Ιατρικής, ενώ ο Πλάτωνας έκανε αναφορά και σε ασκήσεις που έχουν σχέση με τις σημερινές «ελεύθερες γυμναστικές ασκήσεις» ή «ασκήσεις ευκαμψίας» (Ζουμπουρίδης, Βασιλόπουλος 1990). Η διάκριση δε σε Γυμναστική και Αγωνιστική, γινόταν και απ’ την εποχή του Πλάτωνα.

Στη διεθνή ορολογία συναντάται ο ελληνικός όρος «Calisthemc» που σημαίνει ωραίο παράστημα, ενώ λειτουργικά ορίζεται ως μια δραστηριότητα με θεραπευτικά οφέλη, που μπορούν να επιτευχθούν από τον ίδιο τον ασκούμενο χωρίς εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας ή ειδικά όργανα άσκησης (Davis 1992) και υπονοούνται κυρίως οι ελαφρές ελεύθερες ασκήσεις.

Τον 18ο μ.χ. αιώνα, με οδηγό την αρχαία Ελληνική Γυμναστική (Πλάτωνα, Ιπποκράτη, Γαληνό) δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη συστηματική άθληση του σώματος. Εμφανίζονται τα κυριότερα γυμναστικά συστήματα, με δημιουργούς τον Jahn στη Γερμανία, η συνδρομή του οποίου θεωρείται θετική στην διαμόρφωση της νεότερης γυμναστικής και τον Ρ.Η. Ling στη Σουηδία, το σύστημα του οποίου επικράτησε κυρίως, γιατί οι ασκήσεις καθορίζονταν και εκτελούνταν σύμφωνα με τους νόμους της Φυσιολογίας, Ανατομίας, Μηχανικής και στόχευαν στην αρμονική διάπλαση του ανθρωπίνου σώματος.

Στην Ελλάδα, η γυμναστική ιδέα διαδόδηκε αρχικά από τον I. Φωκιανό, ενώ η επίδραση του I. Χρυσάφη στην εξέλιξη της Γυμναστικής έφτασε μέχρι τις αρχές του 1970, με την καθιέρωση του Σουηδικού συστήματος Γυμναστικής, το οποίο θεωρούσε ότι ταίριαζε περισσότερο στην ψυχοσύνθεση των Ελλήνων και στις συνθήκες εκείνης της εποχής.

Το έτος 1970 η Γυμναστική καθιερώθηκε ως ξεχωριστό μάθημα στα προγράμματα της Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής και αργότερα των Τμημάτων Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Καθορίστηκε το όνομα, το περιεχόμενο, η συχνότητα διδασκαλίας εβδομαδιαία, καθώς και η διάρκεια (έτη-εξάμηνα). Ακολούθησε δύο κατευθύνσεις και στην ουσία δύο χωριστά γνωστικά αντικείμενα: α) την Γυμναστική (ελεύθερη ή παιδαγωγική ή βασική) με ένα μεγάλο φάσμα γυμναστικών ασκήσεων και μεθόδων γύμνασης για ασφαλέστερη και ταχύτερη ανάπτυξη των φυσικών ικανοτήτων (εκπαίδευση - για όλους - αθλητισμός) και β) την αγωνιστική της μορφή με την Ενόργανη και την Ρυθμική (Ζουμπουρίδης, Βασιλόπουλος 1990).

Όπως αναφέρει ο Σακελλαρίου (1985), η Γυμναστική είναι έμφυτη σ’ όλες τις κινητικές δραστηριότητες και ο Knebel (1985) επισημαίνει ότι αποτελεί ένα πολυδιάστατο αθλητικό φαινόμενο, ώστε θα πρέπει να θεωρείται σαν ένα «ανοιχτό κινητικό σύστημα». Μπορούν να ασκηθούν όλες οι ηλικίες με πολύ καλά αποτελέσματα στη φυσική κατάσταση, η οποία συνιστά και το βασικό αντικείμενο του μαζικού αθλητισμού. Κυρίως, άτομα της προχωρημένης ηλικίας συμμετέχουν σε προγράμματα με στόχο την βελτίωση της υγείας μέσω ειδικών ασκήσεων γυμναστικής.